- νικῶντα
- νῑκῶντα , νικάωconquerpres part act neut nom/voc/acc plνῑκῶντα , νικάωconquerpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
одалати — ОДАЛА|ТИ (11), Ю, ѤТЬ гл. Одолевать, побеждать: и многогл҃ани˫а малословиѥмь ѡдалающе. (νικῶντες) ГА XIV1, 46в; се же разрѣшити плѣньны˫а тъщашесѧ и ѡдалаѥть Михаилъ противникѹ. (νικᾴ) Там же, 104г; ˫ако богы всѣхъ странъ съвлѣщи и ѡдалающемѹ ˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
προσμάχομαι — Α 1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου 2. (σχετικά με αφηρημένες καταστάσεις) αντιδρώ, αντιμάχομαι («τῇ μὲν δειλίᾳ τῇ ἐν αὐτῷ προσμαχόμενον καὶ νικῶντα αὐτήν», Πλάτ.) 3. επιτίθεμαι, εφορμώ («ὅπως μὲν ἂν τις τείχη οὕτως... ὑψηλὰ προσμαχόμενος ἕλοι» … Dictionary of Greek
χειροτονία — η, ΝΜΑ [χειροτονῶ] (καν. δίκ.) εκκλησιαστική πράξη με την οποία αποδίδεται η ιερωσύνη σε έναν από τους τρεις βαθμούς, δηλαδή τού διακόνου, τού πρεσβυτέρου και τού επισκόπου νεοελλ. ειρων. ξυλοδαρμός μσν. αρχ. 1. ανύψωση, ανάταση τού χεριού (α.… … Dictionary of Greek